ἀναχωρεῖ

ἀναχωρεῖ
ἀναχωρέω
go back
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic)
ἀναχωρέω
go back
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic)
ἀναχωρέω
go back
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
ἀναχωρέω
go back
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀναχώρει — ἀ̱ναχώρει , ἀναχωρέω go back imperf ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic) ἀναχωρέω go back pres imperat act 2nd sg (attic epic) ἀναχωρέω go back pres imperat act 2nd sg (attic epic) ἀναχωρέω go back imperf ind act 3rd sg (attic epic) ἀναχωρέω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αξίωμα — (Μαθημ.)Κάθε μαθηματική θεωρία κατασκευάζεται κατά τον ακόλουθο τρόπο: αναχωρεί κανείς από ένα σύνολο αφηρημένων στοιχείων, τα οποία είναι υποχρεωμένα να ικανοποιούν ορισμένες ιδιότητες που ονομάζονται α. της θεωρίας και οι οποίες χαρακτηρίζουν… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… …   Dictionary of Greek

  • κάτοπτρο — Κάθε επιφάνεια που ανακλά κανονικά (δηλαδή σύμφωνα με τον νόμο της ανάκλασης) τις φωτεινές ακτίνες. Την ιδέα του κ. επινόησε πιθανότατα ο άνθρωπος, όταν παρατήρησε το είδωλό του να ανακλάται στην επιφάνεια του ήρεμου νερού· για να υλοποιήσει όμως …   Dictionary of Greek

  • προβοδώ — άω και προβοδώνω και προβοδίζω, Ν προπέμπω κάποιον που αναχωρεί, ξεβγάνω, κατευοδώνω, ξεπροβοδώ («τής Αρετής τά προβοδά με τον επιστολάρη», δημ. τραγούδι) 2. στέλνω μήνυμα σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. προβοδώ < αμάρτυρο αρχ. *προ ευοδῶ (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • σπειροειδής — Στα μαθηματικά, κατηγορία καμπυλών του επίπεδου, γνωστότερες από τις οποίες είναι: η σπειροειδής του Αρχιμήδη (και «έλικα του Αρχιμήδη»)· η εξίσωση της σε πολικές συντεταγμένες είναι: ρ = αθ, όπου α ο πραγματικός αριθμός. Η καμπύλη αυτή… …   Dictionary of Greek

  • τηλέφωνο — Το σύνολο των συσκευών και διατάξεων που απαιτούνται για την πραγματοποίηση μιας τηλεπικοινωνίας, κατά την οποία μεταβιβάζεται η ομιλία. Ένα τηλεφωνικό σύστημα αποτελείται βασικά από ένα μικρόφωνο, από ένα μέσο σύνδεσης, από ένα ακουστικό και από …   Dictionary of Greek

  • Αριστοτέλης — I (Στάγειρα Χαλκιδικής 384 π.Χ. – Χαλκίδα 322 π.Χ.).Φιλόσοφος. Γιος του Νικόμαχου, προσωπικού γιατρού του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Γ’, ορφανός από πολύ νωρίς, ανατρέφεται από τον Πρόξενο τον Αταρνέα. Το 367 π.Χ., σε ηλικία δεκαεπτά ετών,… …   Dictionary of Greek

  • Λαουράνα, Φραντσέσκο — (Francesco Laurana, Βράνα, Ιταλία 1430; – Αβινιόν, Γαλλία 1502). Ιταλός γλύπτης. Εργάστηκε στη Νάπολη, στο Ουρμπίνο, στη Σικελία και στη Γαλλία. Για πρώτη φορά αναφέρεται το 1453 μεταξύ των καλλιτεχνών που κατασκεύαζαν στη Νάπολη τη γλυπτική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”